"Όμως η κασέλα
γλίστρησε σιγά σιγά μέχρι τη θάλασσα.
Πιάστηκε στα γρανάζια των ρευμάτων της, κύλησε ατελεύτητα στις λαβυρινθώδεις
γυάλινες σκάλες της, χτύπησε τις πόρτες των αναστατωμένων παλατιών, που τα
εξερευνούν τα φωσφορίζοντα ψάρια, ύστερα πέρασε από χέρι σε χέρι, και την
σήκωναν όλο και πιο ψηλά οι υγρές κολόνες. Και τότε μόνο έφτασε στην ακτή για
να αποδοθεί ολόρθη στην ξηρά. Και η γη αναγαλλιάζει, γιατί τίποτε ποτέ πια δεν
μπορεί να την βεβηλώσει. Η κασέλα είναι
κει, πάντοτε το ίδιο ερμητική, και την σκεπάζουν οι κεραίες του ανάτιφου
και η μακριά της χαίτη στάζει. Αλλά κάτω της πολύ γρήγορα η γη αναταράζεται:
ρίζες μιας άγνωστης δυνάμεως τυλίγονται γύρω της κι αποσύρονται ώσπου φαίνονται
να αναρροφούν όλο το περίσσευμα της ικμάδος των τροπικών δασών και απ’αυτές
φυτρώνει στο άψε-σβήσε με πλήρη ωριμότητα το
δέντρο, που του πέφτει ο κλήρος να κλείσει την κασέλα μέσα στον κορμό του, με
μια έκτακτη εντολή της φύσεως.
Αλλά
αυτό το δέντρο, το αναγνωρίζω. Είναι αυτό που με έριξε κατάχαμα προ ολίγου!
Έχει τώρα εντελώς κλειστεί στο μυστικό του, έτσι όπως άρχισα να το βλέπω. Στο
είδος δεν διαφέρει απ’αυτά που το περιβάλλουν: είναι μόνο πιο ευγενικό από
εκείνα. Να! Έρχονται άνθρωποι ντυμένοι με ελαφρά και ριγωτά υφάσματα, και κρατούν τσεκούρια. Έχουν να εκτελέσουν
μια διαταγή και γι’αυτήν συζητούν ζωηρά πολλή ώρα. Πρέπει να είναι σκλάβοι. Σταματούν
στο ιερό δέντρο. Είναι η εκλογή τους. Ο κορμός του δέντρου κατά γης. Οι τομές
του παρουσιάζουν τις διακλαδώσεις που αποκαλύπτουν, όταν τα γυαλίσουμε, τα
απολιθωμένα δέντρα. Ο κορμός του δέντρου
στον γλύπτη του βασιλέως. Σε κάθε νέα επαφή η σμίλη του τσακίζεται, αλλά η
κολόνα που έχει παραγγείλει ξεπηδάει ως δια μαγείας και από μόνη της θα έχει
μια τεχνοτροπία που καθιερώνει μια δυναστεία. Η κολόνα υψώνεται μπροστά στο
βασιλιά…
Αλλά,
στην ετοιμασία της γιορτής, ο θόρυβος εξακολουθεί να περιστρέφεται γύρω από την
παρουσία μιας γυναίκας στην αυλή.
Αυτή την γυναίκα, που την έχω ξαναδεί; Έχει
μια χτυπητή ομοιότητα μ’αυτήν που, γονατισμένη, κρατούσε τις κάλπες,
αλλά το υπέροχο σώμα της είναι τώρα
καλυμμένο μ’ένα πέπλο υφασμένο μ’άστρα και το συγκρατεί μια σελήνη στο σημείο
της ενώσεως των μηρών. Τα μαλλιά της ακόμα λυμένα συγκρατούν ένα αστραφτερό
διάδημα με φίδια και στάχυα και με το δεξί της χέρι κινεί ένα σείστρο, που στον
ήχο του ρυθμίζεται το βήμα της, σαν από θαύμα δεν αφήνει ίχνη. Από πού και
πως ήρθε κανείς δεν ξέρει. Ο γραμματικός σημείωσε μόνο ότι η είσοδός της στο
παλάτι συνέπεσε με την εξαφάνιση ενός χελιδονιού που το είχαν επισημάνει από
την επιμονή του να σχηματίζει γύρω από την κολόνα, ενώ την έστηναν, καμπύλες
οιωνοσκοπικές, αλλά η διήγηση ξεστρατίζει και καταλήγει να της αποδίδει μια
σειρά μάγια: περπατάει αδιακρίτως στη στεριά και στο νερό, αρωμάτισε τις
γυναίκες της ακολουθίας φυσώντας πάνω τους, όταν δεν ήταν εκεί η νταντά, την
είδαν να θηλάζει το βασιλόπουλο με το δάχτυλό της. Αλλά σήμανε κιόλας η ώρα της
αναχωρήσεώς της και η μελαγχολία είναι κι αυτή μέρος της γιορτής. Το δώρο της
βασίλισσας είναι ακριβώς η κολόνα, που ετοιμάζονται να την ξαπλώσουν γλυκά
γλυκά με σχοινιά. Μοιάζει να την αποδίδουν τώρα στην πρώτη της φύση: θα
μπορούσαμε να ξαναρχίσουμε να μετράμε τους δαχτύλιους στην ψύχα του ξύλου. Αυτή
που ετοιμάζεται να το αποκτήσει βάζει τότε ένα χεράκι στις τελευταίες
προετοιμασίες: περιτυλίγει με λινό τον
κορμό, πιο φρεσκοκομμένο από ποτέ, και χύνει πάνω του τα μυρωδάτα βάλσαμα που
οι εκκρίσεις τους απλώνονται για πάντα σ’ολόκληρη τη χώρα.


Με τη σειρά μου ανοίγω τα μάτια. Η ακακία ξαναπρασίνισε κι ενσωμάτωσε την πρωτόγονη μορφή, ενώ μέσα
μου ο υπέροχος μύθος ξετυλίγει λίγο λίγο τις καμπύλες της σημασίας του στην
αρχή τόσο περίπλοκης στα διάφορα επίπεδα."
Isis - Osiris (ART)
(...) " Μέσα
στην νυχτερινή εικόνα που με οδήγησε, δίνεται η λύση αυτής της διπλής
αντιφάσεως υπό την προστασία του δέντρου που περικλείει τα υπολείμματα της νεκρής
σοφίας, με τις ανταλλαγές που συμβαίνουν ανάμεσα στην πεταλούδα και στο λουλούδι
και δυνάμει της αρχής της αδιάκοπης διαχύσεως των υγρών, που μ’αυτήν είναι
συνδεδεμένη η βεβαιότητα της αιωνίας ανανεώσεως."
~Αντρέ Μπρετόν – ΑΡΚΑΝΑ 17~
Η ανάσταση
του Όσιρη, από ένα
σκάλισμα ανάγλυφο στο ναό του Sethos της Αβύδου, 1300 π.Χ. Η Ίσιδα, που ορίζεται από το ιερογλυφικό που φοράει σαν
στέμμα, κρατά το κεφάλι του νεκρού αδελφού της με τρυφερότητα. Με τη βοήθεια του θεού Sokar
(άλλος θεός των νεκρών που, όπως Horus ,εμφανίζεται
ως γεράκι), ο Όσιρις διεγείρει το
φαλλό (που είναι κατεστραμένος) με το ένα χέρι, ενώ σηκώνει το άλλο σε μια χειρονομία ξυπνήματος: Ήταν νεκρός, αλλά τώρα ζει . Κάτω ο Φαραώ προσφέρει αλοιφή
στους τέσσερις «γιους του Ώρου», τα πνεύματα που προστάτευαν
τα σωθικά της
μούμιας.