Αν και προσπάθησα να κάνω κάποιο εισαγωγικό σχόλιο για το απόσπασμα που ακολουθεί, δεν τα κατάφερα. Δεν πειράζει, αρκετή διανόηση υπήρξε στο blog μέχρι τώρα... Πιστεύω όμως πως, όσοι/ες κάνετε τον κόπο να διαβάσετε το κείμενο της Σοφίας, δεν θα έχετε καμιά απορία.
Λόγω της εμφάνισης του κειμένου, προτείνω να "κατεβάσετε" το pdf απο το σύνδεσμο του scribd (download), στο τέλος του κειμένου ή, αν προτιμάτε να το διαβάσετε απο εδώ, μπορείτε να το μεγενθύνετε απο το κουμπί που βρίσκεται δεξιά απο το (-) στο τέλος του κειμένου (θα εμφανιστεί το κείμενο σε πλήρη οθόνη - fullscreen).
Η
πρώτη φάση δεν είναι καν ταξίδι. Είναι η επαναληπτική κίνηση που γνωρίζουμε
όλοι μας. Χαρακτηρίζεται από άγνοια του εσωτερικού μας. Το μόνο που ξέρουμε
είναι ότι αποτελούμε ένα υποκείμενο που κινείται ανάμεσα σε αντικείμενα, σ’έναν
κόσμο αντικειμενικό. Αυτός ο κόσμος είναι ό «άλλος» για μας και μ’ αυτόν
υποτίθεται πως έχουμε διάλογο, δηλαδή με τα αντικείμενα που τον συνιστούν.
Στη
δεύτερη φάση αρχίζει το εσωτερικό ταξίδι. Τότε, βλέπει κανείς ότι ο «άλλος» δεν
είναι μόνο έξω του, αλλά και μέσα του, τα άπειρα κομμάτια του άγνωστου ως τότε εαυτού του. Αυτά τα κομμάτια ενεργούν αυτόβουλα, σαν κάτι το αυτόνομο μέσα μας,
ξαφνιάζοντάς μας πολλές φορές με τις περίεργες τάσεις τους προς μια κατεύθυνση
αντίθετη από εκείνη που εμείς θέλουμε. Τότε, αρχίζει το έργο της γνωριμίας και
συνδιαλλαγής με τους «άλλους» που κλείνουμε μέσα μας. Με τη συστηματική
εσωτερική εργασία, τα κομμάτια μας, δηλαδή οι «άλλοι», ενώνονται μεταξύ τους,
έτσι που στο τέλος ο μέσα άνθρωπος να γίνει ένα ενιαίο σύνολο, μια ενότητα.
Τότε,
επειδή ο διάλογος είναι νόμος της ζωής, ο ενοποιημένος εαυτός μας αρχίζει τον
διάλογο με τους «άλλους» έξω του, όπως πριν αρχίσει το εσωτερικό ταξίδι της αυτοανακάλυψης.
Με τούτη τη διαφορά. Ότι ενώ πριν ήταν κομματιασμένος, τώρα είναι ενοποιημένος.
Όσο ήταν κομματιασμένος, χωρίς να το ξέρει, πρόβαλε στον εξωτερικό «άλλον» τα
διάφορα άγνωστα μέρη του εαυτού του.
Το βιβλίο τούτο
προτείνει στον άνθρωπο να πειραματιστεί με τα βάθη του για να τα γνωρίσει. Και
όχι μοναχά να τα γνωρίσει, αλλά να τα φέρει στο φως, να τα ενσωματώσει στο συνειδητό
του και να πλουτίσει έτσι την ύπαρξή του.
Είναι σαν να του λέει
ότι στο χωράφι του κρύβεται ένας αμύθητος θησαυρός που αν κάνει τον κόπο να
σκάψει, να τον βρει, να τον φέρει στην επιφάνεια και ύστερα να τον
χρησιμοποιήσει, η ζωή του θα αλλάξει ριζικά και μάλιστα προς το καλλίτερο.
Το σκάψιμο όμως στη γη,
ιδιαίτερα αν προχωρήσει σε βάθος, γίνεται προοδευτικά πιο δύσκολο και αυτός που
σκάβει αφήνει προσωρινά το φως της ημέρας και δέχεται να κατέβει στο σκοτάδι.
Βοηθό του έχει τη σκαπάνη, ένα ειδικό φανάρι, ίσως μία μάσκα για τα αέρια, ίσως
μια στολή από αμίαντο, μια σκάλα, ένα σχοινί, ένα σακούλι, και ότι άλλο θα
μπορούσε να του φανεί χρήσιμο στην κατάδυσή του.
Αν έχει γνώσεις
γεωλογίας, τόσο το καλλίτερο γι' αυτόν. Γιατί θα μπορεί τότε να ξεχωρίζει τα
διάφορα πετρώματα, τα διάφορα κοιτάσματα, από μέταλλα και δεν θα ξεγελαστεί
νομίζοντας πως αυτά είναι ο θησαυρός που ζητάει. Αν ξέρει τον τρόπο να τα
υποβάλει σε εξέταση, να τα ξεχωρίσει από τα σύμμεικτα τους στοιχεία, θα έχει περισσότερες
πιθανότητες να μην σταματήσει το σκάψιμο του στη μέση, νομίζοντας πως έφτασε
στο τέρμα. Μπορεί στην κάθοδό του να συναντήσει αρουραίους, τυφλοπόντικες,
φίδια, σκουλήκια, μερμηγκοφωλιές, ρίζες δέντρων, αργότερα, σε μεγαλύτερο βάθος ,γαλαρίες
από παλιά ορυχεία και απανθρακωμένα προαιώνια δέντρα. Ίσως να περιπλανηθεί μέσα
στις γαλαρίες, ίσως δυσκολευτεί να βρει μιαν
έξοδο, αλλά αν δεν δειλιάσει, θα προχωρήσει βαθύτερα. Πιο πέρα μπορεί να
συναντήσει υπόγεια νερά, αναθυμιάσεις, βραχώδη ή πορώδη πετρώματα με θαλασσινά
όστρακα κολλημένα επάνω τους και χίλια δυο άλλα παράξενα πράγματα. Αν είναι
έξυπνος θα έχει φροντίσει ώστε το σχοινί
του να είναι πολύ μακρύ και η μια του άκρη γερά δεμένη στην επιφάνεια της γης
για να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει αργότερα σαν μίτο για το ταξίδι της
επιστροφής.
Η κατάδυση στο εσωτερικό
μας είναι ένα ταξίδι πολύ πιο δύσκολο, πολύ πιο επικίνδυνο, πολύ πιο
περιπετειώδες και απρόβλεπτο απ' ότι πιο τολμηρή κατάδυση στα έγκατα της γης ή
της θάλασσας, ακόμα κι' από την πιο τολμηρή αστροναυτική εκστρατεία. Γιατί δεν συναντάμε
απλώς αντικείμενα ή μερικά σχετικά ακίνδυνα ζώα, όπως οι αρουραίοι και οι
τυφλοπόντικες που ζουν κοντά στην επιφάνεια της γης, αλλά όσο προχωρούμε στα
βάθη του είναι μας, συναντούμε ζωντανές υπάρξεις που ποτέ πριν δεν είχαμε
υποπτευτεί ότι υπήρχαν μέσα μας.
Οι οντότητες αυτές
άλλοτε είναι τρομαχτικές, άλλοτε σαγηνευτικές, άλλοτε και τα δύο μαζί. Έχουν
όλη τη γοητεία του παράδοξου, του υπερφυσικού και του μυθικού. Δίνουν στη ζωή
μιαν άλλη διάσταση. Αλλά το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι έχουν την τάση να
χρησιμοποιούν, για τους δικούς τους σκοπούς, τον αφελή και ανύποπτο
"δύτη" που εισχωρεί στην περιοχή τους απροετοίμαστος. Αλίμονο σ΄
εκείνον που δεν ακολουθεί τη σοφή τακτική του πανούργου Οδυσσέα που ζήτησε να
τον δέσουν στο κατάρτι για να ακούει και να βλέπει τις ξελογιάστρες Σειρήνες αλλά
να μην τις πλησιάσει για να μην γίνει βορά τους. Έτσι, αποκόμισε μια πολύτιμη
εμπειρία από το ταξίδι του στον εσωτερικό του χώρο. Πήρε ότι καλλίτερο είχαν να
του δώσουν οι Σειρήνες, τη μαγική και θεία μουσικότητα της φωνής τους που
άγγιξε κοιμισμένες χορδές μέσα του και του φανέρωσε την ύπαρξη άλλων
διαστάσεων.
Χάρηκε επίσης, από
μακριά, τη σαγηνευτική ομορφιά τους που κι' αυτή του άνοιξε νέους κόσμους μέσα
του, αλλά δεν πήγε κοντά τους, δεν έκανε έρωτα μαζί τους, δηλ. δεν ταυτίστηκε
με αυτές, κι' έτσι διατήρησε ακέραια την οντότητά του. Όχι μονάχα δεν έχασε την
οντότητά του, δεν καταβροχθίστηκε δηλ. από τις Σειρήνες, αλλά την διεύρυνε και
την πλούτισε σε μεγάλο βαθμό, όπως δεν θα μπορούσε με τίποτα να την είχε
διευρύνει αν δεν είχε κάνει την κατάδυση στα βάθη του.
Γιατί καμιά γυναίκα δεν
θα μπορούσε να του χαρίσει, αυτό που του χάρισαν οι Σειρήνες, οι ζωντανές
οντότητες του εσωτερικού βυθού και καμιά γυναίκα δεν θα αποτελούσε θανάσιμο
κίνδυνο όσο αυτές οι υπάρξεις, παρά μόνο αν είχε προβάλει σε μια σάρκινη
γυναίκα τις Σειρήνες, τις Νεράιδες, τις Λάμιες, και τις Γοργόνες που κάθε
άνδρας κλείνει στα βάθη του.
Αυτή η τελευταία
παρατήρηση, μας οδηγεί σ' ένα γεγονός που το αγνοούν γενικά οι άνθρωποι. Αγνοούν
δηλαδή ότι στο βάθος του ο άνδρας κλείνει μια γυναίκα και η γυναίκα έναν άνδρα.
Κατά κανόνα, ο άνδρας το χει κρυφό καμάρι να είναι πολύ άνδρας, και η γυναίκα χαίρεται
να πιστεύει ότι είναι πολύ θηλυκιά. Αυτά, όμως ισχύουν για την επίπεδη
επιφάνεια, που σ' αυτήν κινείται η πλειονότητα των ανθρώπων. Πολύ σύντομα αν ο
άνδρας επιχειρήσει μια κατάδυση στα βάθη του, ανακαλύπτει τη θηλυκιά πλευρά
του, ενώ η γυναίκα αντίστοιχα, έναν πλήρη άνδρα μέσα της.
Αυτή η γυναίκα μέσα
στον άνδρα, είναι ένα παράξενο, μυστηριώδες πλάσμα. Δεν έχει ηλικία, κινείται
μέσα στο άχρονο στοιχείο. Είναι αυτή που πάντα υπήρχε και θα υπάρχει, ένα
πλάσμα διφορούμενο, αινιγματικό, σαγηνευτικό, και επικίνδυνο, που τραβάει τον
άνδρα σαν μαγνήτη και τον δένει χειροπόδαρα. Αυτή την εσωτερική γυναίκα μέσα
στον άνδρα, που φοράει χίλια προσωπεία και παίρνει χιλιάδες μορφές, ο Γιούνγκ
την ονόμασε «άνιμα». Τον άνδρα μέσα στη γυναίκα, «άνιμους».
Άπειρη είναι η ποικιλία
και των δύο αυτών εσωτερικών οντοτήτων. Ανεξάντλητος ο πλούτος τους και χαρά
στον άνδρα ή στη γυναίκα που κατορθώνει να αποσπάσει, απ' αυτή τη μορφή, ένα -
ένα, όλα τα χαρίσματά της και να τα αφομοιώσει, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα όλο
της το φαρμάκι. Αλίμονο τους, πάλι, αν "ερωτευτούν" αυτή τη μορφή και
της παραδώσουν την οντότητά τους. Σε λίγο θα τους έχει "ξεκοκαλίσει"
ψυχολογικά και πνευματικά.
Μία, λοιπόν, από τις
οντότητες που συναντά κανείς όταν καταδυθεί στα βάθη του, είναι η εσωτερική
γυναίκα ή ο εσωτερικός άνδρας. Πριν, όμως, απ' αυτή τη συνάντηση, που αποτελεί
σταθμό, συναντά κάτι άλλο που του είναι μάλλον γνώριμο, αν είναι οξυδερκής και ειλικρινής με τον εαυτό του. Αυτό το κάτι που
πρωτοσυναντά είναι ο άσχημος εαυτός του, ή "σκιά" του. Για την
ακρίβεια, η "σκιά" είναι ο φρουρός που φυλάει το μυστικό άνοιγμα που
οδηγεί στο βάθος. Και αν δεν γνωρίσει κανείς πρώτα τη σκιά του και να την
αφομοιώσει, η κατάσταση μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Αν όλα πάνε καλά,
αφομοιώσει πρώτα τη σκιά, κάνει την κατάδυση και γνωριστεί με το έτερο φύλο
μέσα του, τότε κάνουν την εμφάνισή τους, άλλες οντότητες, ο «Γέρο-Σοφός» στους
άνδρες, και η «Μεγάλη Μητέρα» στις γυναίκες. Υπάρχει επίσης και το θαυματουργό
«παιδί» και άλλες μορφές. Όλες αυτές οι μορφές του βυθού, ο Γιούνγκ τις
ονομάζει «αρχέτυπα» και όλες τους χαρακτηρίζονται από ένα στοιχείο άχρονο,
αιώνιο, που μόλις το αγγίξει ή χωροχρονική μας υπόσταση νιώθει να διευρύνεται
ως τα πέρατα του χρόνου και του χώρου και να γεύεται την αθανασία μέσα σ' ένα
φθαρτό σώμα που κάθε μέρα της ζωής τους το φέρνει πιο κοντά στο τέλος του.
Αργότερα, οι
ανθρωπομορφικές μορφές δίνουν τη θέση τους σε άλλα αρχέτυπα γεωμετρικής φύσης.
Το πιο χαρακτηριστικό και το πιο καίριο απ' αυτά προσδιορίζει το κέντρο του
ανθρώπου, εκεί που απολήγουν όλες του οι ακτίνες. Αυτό το ενδόμυχο κέντρο ο
Γιούνγκ το ονόμασε «Ταυτό», για να τονίσει την απρόσωπη φύση του. Με λίγα λόγια το «Ταυτό» είναι ένα αρχέτυπο που
μεταμορφώνει τον άνθρωπο πολύ περισσότερο από όλα τ' άλλα και με πολύ διαφορετικό
τρόπο. Όταν ο άνθρωπος το αφομοιώσει, αποκτά ιδιότητες που δεν τις είχε πριν.
Πρώτα απ' όλα παύει να είναι εγωκεντρικός, αυστηρά "προσωπικός" - γι'
αυτό το «Ταυτό» είναι απρόσωπο - και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα του χώρος
για τους άλλους. Και όχι μονάχα για τους άλλους ανθρώπους, αλλά για κάθε τι το
Άλλο που μας περιβάλλει ή που μας διαπερνά, από τα ζώα, τα φυτά, τις πέτρες,
τους πλανήτες, ως τις ακτινοβολίες και τις επήρειες που δεχόμαστε από άλλους
κόσμους. Μ' άλλα λόγια, η συνείδησή μας, από εγωκεντρική, γίνεται παγκόσμια ή
συμπαντική.
Όλα αυτά μπορεί να τα
πετύχει ο άνθρωπος με την κατάδυση στα βάθη του.
Την πορεία αυτή από την
επιφάνεια στο βάθος και πάλι στην επιφάνεια (μαζί με το θησαυρό), από τον
εγωκεντρισμό στη συμπαντική συνείδηση, ο Γιουνγκ την αποκαλεί "Πορεία της εξατομίκευσης".
Γιατί βαθμιαία ο
άνθρωπος αρχίζει να διαπιστώνει ότι είναι "άτομο" αφού περιέχει τόσες
οντότητες μέσα του, που άλλοτε είναι φιλικές και άλλοτε είναι εχθρικές
αναμεταξύ τους και σ' αυτόν τον ίδιο, αφού είναι, μ' άλλα λόγια, μια πολλαπλότητα.
Όταν όμως αφομοιώσει ότι καλλίτερο έχουν να δώσουν οι διάφορες αυτές υπάρξεις
του βυθού και αποβάλει τα άσχημα στοιχεία τους, τότε η πολλαπλότητα μεταβάλλεται
σε ενότητα και ο άνθρωπος γίνεται "άτομο", δηλαδή άτμητος,
αδιαίρετος, πέρα από κάθε διχασμό.
«Και τότε όταν ο
οφθαλμός σου είναι ενιαίος, το σώμα σου γεμίζει φως», για να θυμηθούμε τον
αρχαίο τρόπο έκφρασης, που οι αιώνες έχουν θαμπώσει το νόημά του.
Το "Ένα Πείραμα σε
Βάθος" περιγράφει με λεπτομέρειες την κατάδυση στο βυθό και την επιστροφή
στην επιφάνεια. Προσφέρει, μ' άλλα λόγια, τον απαραίτητο μίτο, το μακρύ σχοινί
που χωρίς αυτό κάθε κατάδυση είναι
καταδικασμένη. Περιγράφει τους κινδύνους, τα οφέλη, τους σκοπέλους, τις
συνέπειες, με συναρπαστικά παραδείγματα, δανεισμένα από τη ζωή, με όνειρα, με
την ερμηνεία τους, με παραδείγματα από τη λογοτεχνία και από τη θρησκεία.
Και το κυριότερο,
επιχειρεί μια σύνθεση όχι μονάχα ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του ανθρώπου, αλλά
και στις εξωτερικές εκφράσεις του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι η επιστήμη,
η θρησκεία, η τέχνη και η φιλοσοφία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά
του συγγραφέα στο κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή στα αρχέτυπα που βρίσκονται πίσω
από τα πολιτικά καθεστώτα και που κινδυνεύουν να "ξεκοκαλίσουν" το συνειδητό
για να ζήσουν ελεύθερα, ακολουθώντας τους δικούς τους καταστρεπτικούς σκοπούς.
Καταστρεπτικούς γιατί δεν υπάρχει κανείς που να τα ελέγξει, να αποβάλλει το
δηλητήριό τους και να αφομοιώσει τα καλά τους στοιχεία.
Ο "Οδυσσέας"
σ' αυτή τη περίπτωση, ξεγελάστηκε από το σαγηνευτικό τραγούδι των πολιτικών
ιδεολογιών, λύθηκε, πήγε κοντά τους, τις αγκάλιασε και καταβροχθίστηκε από
αυτές.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει
μια μικρή ελπίδα σωτηρίας μέσα στην τυφλή και ανεξέλεγκτη κυριαρχία των
ιδεολογικών αρχετύπων που τόσες φορές αιματοκύλισαν τον κόσμο και που τώρα τον
απειλούν για άλλη μια φορά με τον καταστρεπτικότερο πόλεμο που είδε ποτέ η ανθρωπότητα.
Αυτή η ελπίδα μοιάζει
με την τρεμάμενη φλόγα ενός καντηλιού, αλλά το καλό είναι ότι ο άγριος
ιδεολογικός - αρχετυπικός άνεμος που φυσά δεν κατόρθωσε ακόμα να σβήσει. Είναι
όμως ανίσχυρη.
Γι' αυτό χρειάζεται
ενίσχυση. Όσοι δεν έχουν γίνει ακόμα βορά των Ιδεολογικών Σειρήνων, όσοι
συναισθάνονται την ευθύνη τους απέναντι στον εαυτό τους και στο σύνολο, δεν
έχουν παρά να δοκιμάσουν «το Πείραμα σε Βάθος», το πείραμα που εξατομικεύει τον
άνθρωπο, που τον διευρύνει έτσι ώστε να χωρέσει τις αντιθέσεις και να πάψει
έτσι να μισεί και να μάχεται κάποιον αντίπαλο.
Ο δρόμος υπάρχει. Και
αρκετοί συνάνθρωποί μας τον ακολούθησαν.
Ένας από αυτούς είναι
και ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που συμβάλλει με τα γραφόμενά του στη
διατήρηση της φλόγας του κανδηλιού. Σ' εμάς, τους αναγνώστες του, εναπόκειται η
ενίσχυση της φλόγας.
Αθήνα 1973 - Σοφία Ζ.
Αντζάκα
Από τον Πρόλογο του
βιβλίου: «ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΕ ΒΑΘΟΣ»
του Π.Ο.ΜΑΡΤΙΝ
(Μία μελέτη των Έργων
του Γιούνγκ, του 'Ελιοτ και του Τόϋνμπη.)
Σειρήνες και γοργόνες
Αυτά τα μυθολογικά πλάσματα, μισά
ψάρια, μισά γυναίκες, θεωρούνται ως αυτοερωτικά. Κατακτούν τους άνδρες όχι για
την αγάπη, αλλά επειδή θέλουν να τους εξουσιάσουν. Δεν μπορούν να αγαπούν, μόνο
να επιθυμούν. Είναι ψυχρά πλάσματα, δίχως ανθρώπινα συναισθήματα. Ας μην
ξεχνάμε ότι το κάτω μέρος τους είναι ψάρι και όχι γυναίκα.
Αυτές οι γυναίκες παίζουν το ρόλο
της άνιμα για τους άνδρες.
Αν ο άνδρας είναι ανώριμος όσο
αφορά στην συναισθηματική του ανάπτυξη θα πέσει θύμα της. Μόνο με το να
δημιουργήσει μια σχέση με τη θηλυκή αρχή μπορεί να μάθει να ξεχωρίζει μεταξύ της
ψεύτικης και της αληθινής στάσης μιας γυναίκας απέναντί του.
Η γυναίκα αυτού του είδους δεν
έχει επαφή με το ένστικτό της. Η θηλυκότητά της «υπάρχει» μόνο στην παρουσία
ανδρών – θαυμαστών. Η σεξουαλικότητά της
υπάρχει μόνο για την υπηρεσία του εγώ της και λειτουργεί ως μέρος της επιθυμίας
της για εξουσία. Αυτή η γυναίκα δεν έχει δικό της πάθος. Δεν έχει προσωπική
επαφή με την αρχή του Ερωτα (Eros).
Αυτή η πλευρά της θηλυκής φύσης
εκπροσωπείται από τη σκοτεινή σελήνη.
Σημειώσεις από το βιβλίο της Esther
Harding – Woman’s mysteries (the inner life of women revealed in religious myth
and ritual)
«Της
ήρθε στο νου ο ήλιος, οι πλανήτες, οι άλλοι ήλιοι. Ο ήλιος του δικού μας συστήματος
δεν έχει σχέση ισότητας με τους πλανήτες του. Αν οι πλανήτες νιώθουν
ακατανίκητη έλξη προς αυτόν, είναι επειδή δεν έχουν φως και το παίρνουν απ’αυτόν.
Ο ίδιος δεν έχει ανάγκη από την έλξη τους. Αν υποτεθεί ότι εξαφανίζονται οι
πλανήτες, εκείνος θα συνεχίσει να είναι πηγή φωτός. Αλλά αν υποτεθεί ότι
έρχεται σε επαφή με κάποιον άλλο ήλιο, ίσης ισχύος, τότε θα μπορούσε να βιώσει
μια σχέση ισορροπίας και αμοιβαιότητας. Κανένας από τους δυο ήλιους δεν θα
χρειαζόταν τον άλλο για να φωτιστεί. Η ένωσή τους θα κατέληγε σε μιαν αύξηση της
φωτεινής τους σφαίρας, ποιος ξέρει για ποιόν απώτερο σκοπό.
Η
Θ. συνέχισε τους συλλογισμούς της και διέκρινε τριών ειδών έλξεις. Πρώτα, την
έλξη ανάμεσα σε δυο αδρανή, παθητικά, σκοτεινά σώματα, όπως π.χ. ανάμεσα σε δυο
πλανήτες. Η έλξη τους είναι έλξη ομοιογένειας και η ένωσή τους ένωση δυο
αδρανών μονάδων. Έπειτα έρχεται η ετερογενής έλξη ανάμεσα σε δυο ανόμοια
σώματα, όπως π.χ η έλξη των αδρανών και σκοτεινών πλανητών προς το φωτεινό σώμα
του ήλιου. Και μια τρίτη σχέση ομοιογένειας, ανάμεσα σε δυο φωτεινά σώματα. Το
κάθε είδος ένωσης εξυπηρετεί διαφορετικές σκοπιμότητες.
Το
πρώτο είναι μάλλον μια άγονη έλξη, αφού πολλαπλασιάζει και αυξάνει το σκότος
και την αδράνεια. Τα άτομα αυτά δεν ελκύονται από το φως, δεν ωθούνται από τον
πόθο να φωτίσουν το σκοτάδι τους, δεν έχουν μέσα τους τίποτα από τον έρωτα του
Ίκαρου για τον ήλιο. Ο έρωτάς τους εξυπηρετεί το σκοτάδι της ύλης, της αδράνειας,
της παθητικότητας.
Τα
άτομα – πλανήτες, από την άλλη, στρέφονται γύρω από κάποια φωτεινή πηγή,
λούζονται στο φως της και δανείζονται ζωή απ’αυτή. Εξαρτώνται από μιαν Αρχή
ανώτερη και ισχυρότερή τους.
Ενώ
στα φωτεινά άτομα, στα άτομα – πηγές φωτός, ταιριάζει ένας ερωτικός σύντροφος
όμοιός τους. Η αυτοτέλειά τους δεν τους επιτρέπει οριστική σχέση παρά μόνο με
ένα ον όμοιό τους.»
·Στο
δέκατο κεφάλαιο (η μνήμη τους αόρατους κόσμους) ο συγγραφέας μας αναφέρει
περιληπτικά τα εξής:
Αρχικά εστιάζει
στο εξής:
«Πρώτα απ’ όλα θα
πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ότι η «μνήμη» δεν μπορεί παρά να έχει σχέση μόνο με τους πυκνούς κόσμους,
όπου η αντίληψη ταξιδεύει στον χρόνο αρκετά αργά για να προκαλεί την αίσθηση
του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Στον ηλεκτρονιακό κόσμο δεν
είναι δυνατό να υπάρχει μνήμη, επειδή τα πάντα είναι τώρα και τα πάντα είναι
γνωστά. Απ΄την ανώτατη σκοπιά, είναι
λάθος να βλέπουμε διαδοχικά τις διάφορες ζωές του ανθρώπου. Είναι θέμα
ταυτόχρονης επαναστροφής.
Ωστόσο, στον κόσμο
που ζούμε, δεν μας είναι δυνατό να σκεπτόμαστε έτσι. Πρέπει να υποθέσουμε το πριν και το μετά, τη μια ζωή
να διαδέχεται την άλλη. Και σ’έναν τέτοιο κόσμο, η πιο κοντινή προσέγγιση
στην ανώτερη αντίληψη είναι ακριβώς η “μνήμη”.»
Στη συνέχεια
αναφέρεται στο θέμα της αίσθησης της οικειότητας
με άγνωστα γεγονότα και σκηνές καθώς και με την πρόγνωση γεγονότων που θα συμβούν στο μέλλον. Σε αυτές τις στιγμές,
στις οποίες η συνειδητότητα είναι πιο ενεργητική (είναι σε μεγαλύτερη εγρήγορση
και ετοιμότητα), προκαλούνται παλμοί οι οποίοι κινούνται μέσα στο χρόνο και «εκπέμπουν μια τάση ανάμνησης σε ένα
αντίστοιχο σημείο στην σπείρα μιας άλλης ζωής».
(Εδώ να
σημειώσουμε ότι η έκφραση «άλλη ζωή», όπως μας εξήγησε ο συγγραφέας,
χρησιμοποιείται λόγω της αντίληψής μας στον κυτταρικό-υλικό κόσμο. Στην
πραγματικότητα, στους αόρατους κόσμους δεν
υπάρχει γραμμικός χρόνος.)
Όμως, αυτό που μας
ενδιαφέρει εδώ, είναι το γεγονός ότι για το γνωστό επίπεδο συνείδησης, ο θάνατος είναι ένα απόλυτο μονωτικό. Για
να μεταβεί η μνήμη από το θάνατο στην επόμενη ζωή, θα πρέπει να ξεκινά από μια
πολύ υψηλότερη ένταση συνείδησης από αυτή που διαθέτει ο συνηθισμένος άνθρωπος.
Όπως ανέφερε σε
προηγούμενα κεφάλαια ο συγγραφέας, σε όλες τις παραδόσεις που αφορούν στις περιπέτειες
της ψυχής μετά το θάνατο, υπάρχει πάντα κάποια αναφορά για ένα σημείο όπου η μνήμη σβήνει. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως είπαμε, με την είσοδο στον
μοριακό κόσμο, η ψυχή κάνει μια ανασκόπηση της ζωής της σε υπερβολικά
συμπιεσμένη μορφή, πράγμα που της προκαλεί μεγάλο «άγχος» (συγκινησιακή φόρτιση).
Αν και η επιθυμία της τότε, είναι να λησμονήσει με κάθε τρόπο, είναι τρομερά σημαντικό να διατηρήσει τη
μνήμη της!
Εδώ μας ξαναθυμίζει
τη νουβέλα του Ουσπένσκυ «Η παράξενη ζωή
του Ιβάν Οσοκίν»:
«…ο ήρωας, που
επιθυμεί σφοδρά την ευκαιρία να επιστρέψει στη σπαταλημένη του ζωή με ακέραιη
την ανάμνηση όλων των λαθών του, βρίσκει τελικά έναν μάγο που δέχεται να τον
στείλει πίσω, όπως επιθυμεί. «Και θα
θυμάσαι τα πάντα», προσθέτει ο μάγος, «όσο δε θέλεις να τα ξεχάσεις».
Την ίδια ιδέα
συναντάμε και στον ελληνικό θρύλο της Λήθης
και της Μνημοσύνης.Όπως αναφέρεται και στο μύθο του Ηρός, η ψυχή του κάθε
ανθρώπου, μετά το θάνατο, πορευόταν στην Κοιλάδα της Λήθης και έπειτα κατέλυε
δίπλα στο ποτάμι της Λήθης. Από αυτό
το ποτάμι έπρεπε να πιουν μια ορισμένη ποσότητα νερού. Κάποιοι όμως έπιναν
περισσότερο από ότι έπρεπε και έτσι ξεχνούσαν τα πάντα.
Ο Ορφικός θρύλος, επίσης,
αναφέρει τα δυο ποτάμια, τη Λήθη και τη Μνημοσύνη. Μάλιστα στον πίνακα της Πετέλειας (*), δίνονται οδηγίες στον μυημένο στα
Ορφικά Μυστήρια, ώστε να αποφύγει την πηγή της Λήθης και να βρει την άλλη πηγή,
αυτή της Μνημοσύνης. Εκεί θα απευθυνόταν στους φύλακες που τη φυλάνε.
(* σημ. Τα χρυσά ελάσματα από την Πετέλεια,
βρέθηκαν στη Νότια Ιταλία και την Κρήτη. Πρόκειται για μια σειρά νεκρικών
ελασμάτων του 4ου αι π.Χ. και πιστεύεται ότι περιέχουν αποσπάσματα ενός
τελετουργικού ύμνου που απευθυνόταν στους Ορφικούς. Τα ελάσματα θάβονταν μαζί
με τους νεκρούς για να καθοδηγούν στις ψυχές τους στον άλλο κόσμο.)
«Θα βρεις μια πηγή
στ’ αριστερά του οίκου του Άδη.
Δίπλα σ’ αυτή
λευκό βρίσκεται κυπαρίσσι.
Σ’ αυτήν την πηγή
μην πλησιάσεις κοντά.
Αλλά θα βρεις μια
άλλη κοντά στης Μνημοσύνης τη λίμνη,
που κρύο νερό
αναβρύζει και φύλακες τη φυλάνε.
Πες: «Της Γης
παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού,
αλλά το γένος μου
είναι (μόνον) ουράνιο.
Αυτό το γνωρίζετε
και οι ίδιοι.
Φλέγομαι απ’τη
δίψα μου και χάνομαι.
Δώστε μου γρήγορα
νερό που αναβρύζει
από της Μνημοσύνης
τη λίμνη».
Κι αυτοί θα σου
δώσουν να πιεις απ’ την ιερή πηγή.
Και τότε μαζί με τους
άλλους ήρωες θα βασιλεύεις.»
Αλλά και στο
κείμενο της Ρώσικης νεκρώσιμης λειτουργίας αναφέρεται :
«Δώσε αιώνια
ανάπαυση στους κεκοιμημένους δίκαιους, Κύριε, στην ψυχή του κεκοιμημένου δούλου
σου και χάρισέ του αιώνια μνήμη.»
Και η χορωδία
ανταπαντά τρεις φορές: «Αιωνία η μνήμη! Αιωνία η μνήμη! Αιωνία η Μνήμη!»
Προφανώς αυτό που
εννοείται δεν είναι το να θυμούνται για πάντα οι ζωντανοί τον αποθανόντα, όπως ίσως
πιστεύουμε, αλλά το να διατηρήσει αυτός την
μνήμη του, δηλαδή να ξεφύγει από τον κύκλο των ενσαρκώσεων.
Κατανοούμε λοιπόν,
ότι η διατήρηση της μνήμης μετά θάνατο,
είναι ο μόνος όρος για τη διαφυγή από την επαναφορά στη γήινη ζωή. Αλλά αυτό το
έργο προϋποθέτει αδιάσπαστη συνείδηση.
Είπαμε όμως ότι το
σοκ του θανάτου είναι εξαιρετικά τρομακτικό και είναι μέρος του σχεδίου της φύσης
η συσκότιση της συνείδησης, ώστε να γλυτώσει τους ανθρώπους από τον περιττό
πόνο.
Όπως αναφέρει και
ο Κόλλιν:
«Παραμερίζοντας το
γεγονός ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν
έχουν συνείδηση του εαυτού τους ούτε καν όσο είναι ζωντανοί και με ακέραιες τις αισθήσεις τους, δεν
μπορούν να αντέξουν, ούτε θα πρέπει να περιμένουμε απ’αυτούς να αντέξουν το
τρομακτικό σοκ του θανάτου, χωρίς να χάσουν έστω τη συνηθισμένη τους συνείδηση,
ακριβώς όπως δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς από τους συνηθισμένους ανθρώπους
να αντέξουν τον μεγάλο σωματικό πόνο, χωρίς να λιποθυμήσουν.»
Στη συνέχεια
αναλύει την άποψη ότι από τον άνθρωπο
λείπουν δυο είδη μνήμης που προφανώς έχουν καταστραφεί. Αυτά είναι :
Η ανάμνηση των περασμένων
σωματικών βίων μας.
Αυτή η ανάμνηση μας
λείπει γιατί είναι πολύ οδυνηρή. Δεν
θέλουμε να θυμόμαστε το παρελθόν.Αυτό άλλωστε ισχύει και για την ανάμνηση
των περισσότερων γεγονότων της τωρινής μας ζωής.
Η ανάμνηση των άλλων καταστάσεων της
ύλης στις οποίες υπήρξαμε πριν από
τη σύλληψη, εν ολίγοις την εμπειρία από τον μοριακό και ηλεκτρονιακό κόσμο.
Αυτή η ανάμνηση μας
λείπει, γιατί δεν μάθαμε την τεχνική της μεταφοράς της μνήμης.
Εδώ κάνει αναφορά
στην Α Υ Τ Ο Ε Ν Θ Υ Μ Η Σ Η.
Για να μπορέσει ο
άνθρωπος να μεταφέρει τη μνήμη του από τη μία ζωή στην επόμενη, θαπρέπει να αρχίσει από την παρούσα ζωή του.
«Γιατί
ό,τι και να΄χει συμβεί στις άλλες ζωές του, είναι κιόλας φωτογραφημένο μέσα του
με κάθε λεπτομέρεια, σαν μια ταινία που δεν έχει εμφανιστεί.Μάλλον υπάρχουν μέσα του πολλές διαφορετικές
ταινίες, αφού η κάθε λειτουργία του γυρίζει τη δική της ταινία και την
αποθηκεύει. Η μια ταινία περιέχει όλες τις οπτικές του εντυπώσεις, μια άλλη
όλους τους ήχους και τις συνομιλίες που έχει ακούσει, μια τρίτη τις ίδιες του τις
κινήσεις, μια τέταρτη τις σωματικές του αισθήσεις κ.ο.κ. Στον φλοιό του
εγκεφάλου του, στο μάτι του, στο λάρυγγά του, τα εκατομμύρια των εντυπώσεων που
συνιστούν τη ζωή του, ελαχιστοποιημένες σε μοριακή ή σε ηλεκτρονιακή κλίμακα,
βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση, αλλά ακέραιες.»
Πρέπει
λοιπόν ο άνθρωπος σκόπιμα να στρέψει τη συνειδητότητά του στις λησμονημένες
εγγραφές του.
Οι αναμνήσεις θα
πρέπει να επανέλθουν με τη θέλησή του και να διευθετηθούν και να εκτιμηθούν. Ιδιαίτερα δε, εκείνες που δεν θέλει να
θυμηθεί.
Γιατί αυτό ακριβώς
το γεγονός, το ότι δηλαδή δεν θυμάται τις παλιές αδυναμίες, αποτυχίες, λάθη,
είναι που τον κάνει να επαναλαμβάνει
διαρκώς τα ίδια λάθη και να παραμένει την κατάσταση που βρίσκεται.
Ο Κόλλιν εξηγεί
ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να
αναπτύξει μέσα του μια διπλή μνήμη.
«Θα βλέπει αμέσως
το τι ακριβώς είχε συμβεί και το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν ήταν πιο
συνειδητός. Και όσο πιο καθαρά θα θυμάται το παρελθόν, τόσο περισσότερη σημασία
θα δίνει σε αυτές τις νέες δυνατότητες, που θα τις τοποθετεί σε μια μελλοντική
επαναφορά. Γι αυτόν, η επαναφορά θα συνδέεται με την ιδέα της δυνατότητας για
συνειδητότητα. Θα αρχίσει να ανοικοδομεί τη ζωή του.»
Βέβαια, όπως καταλαβαίνουμε,
όσο επιμένει σε αυτή τη διαδικασία, τόσο περισσότερο θα είναι επώδυνη η
αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό που ήταν και σ’αυτό που θα μπορούσε να ήταν. Αυτό όμως
είναι μέρος της διαδικασίας, γιατί η
ηθική συνείδηση είναι το στοιχείο που σταθεροποιεί τη μνήμη.
Ο στόχος είναι να
καταφέρει, όσο είναι ζωντανός να εμφανίσει και να σταθεροποιήσει την μνήμη. Πρέπει να αποκτήσει έντονη συνείδηση του
εαυτού του όσο ζει, για να παραμείνει
συνειδητός πέρα από το θάνατο.
·Στο
ενδέκατο κεφάλαιο (ο διαχωρισμός με τον πόνο)ο συγγραφέας μας αναφέρει περιληπτικά
τα εξής:
Σε αυτό το
κεφάλαιο γίνεται λόγος για το ρόλο του
πόνου. Ομολογουμένως, υπάρχει μια δυσκολία στο να μεταφέρω σωστά το τι
θέλει να εξηγήσει εδώ ο Κόλλιν και να μην παρερμηνευτεί ο λόγος του…
Ο Κόλλιν πιστεύει
ότι προκειμένου να ξεφύγει κανείς από ορισμένες καταστάσεις και από ορισμένους
σωματικούς περιορισμούς, πρέπει πρώτα να
βιώσει όλες ή τις περισσότερες από τις δυνατότητες που υπάρχουν σε αυτούς τους περιορισμούς.
Το
ότι ο άνθρωπος επαναλαμβάνει καταστάσεις, οφείλεται σε έλλειψη κατανόησης.Αυτή η επανάληψη είναι, θα
μπορούσαμε να πούμε, ένας μηχανισμός, μέσω του οποίου μπορεί να κατανοήσει περισσότερο, ώστε να γίνει πιο συνειδητός.
Έτσι λοιπόν,
υποστηρίζει, δίνοντας μάλιστα παραδείγματα από κάποιους ανθρώπους που ο πόνος
έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή τους, όπως ο Ρέμπραντ, ο Μπετόβεν, ο Τολστοι, ο
Νεύτων, ο Νίτσε, ότι προκειμένου να
αποκτήσει η συνειδητότητα την ικανότητα να αντέξει στο σοκ του θανάτου, θα
πρέπει να έχει καταφέρει να αντέξει και πολύ ισχυρές δοκιμασίες που ο υλικός
κόσμος «προσφέρει.»
Η
κυριαρχία στον μεγάλο πόνο, δίνει στη συνειδητότητα την ένταση και την «πτητικότητα»
για να συνεχίσει τη ζωή της ξέχωρα από το σώμα.
Γιατί
μέσω του πόνου, η συνειδητότητα αποσπάται από τις σωματικές εκδηλώσεις.
Εδώ πρέπει να
δώσουμε έμφαση ώστε να μην παρερμηνευτούν τα λόγια του.
Κάνει λόγο για εκούσια κατεύθυνση του πόνου αλλά
τονίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει
υγιή εφαρμογή μόνο σε άτομα που έχουν από καιρό ελευθερωθεί από τον ακούσιο
πόνο,δηλαδή τις συνηθισμένες ανησυχίες, δειλίες, φόβους, σκλαβιά στη γνώμη
των άλλων κτλ. Σε αντίθετη περίπτωση, το
να προσθέσει κανείς εκούσιο πόνο σε όλα αυτά τα βάρη είναι ανθυγιεινό και
παθολογικό.
Όταν ο άνθρωπος
ελευθερωθεί από τον ακούσιο πόνο, τότε
το επόμενο βήμα είναι η μεταμόρφωση του πόνου και της δυσφορίας.
Όπως αναφέρει:
«η κατεύθυνση της μεγάλης δύναμης
του πόνου ακριβώς ανάμεσα στη συνειδητότητα και στις σωματικές εκδηλώσεις της,
για να αποσπαστούν η μια από την άλλη, είναι εφικτή μόνο ύστερα από μακρόχρονη
ηθική και ψυχολογική προετοιμασία. Επειδή
η άστοχη χρησιμοποίηση του πόνου, όπως από τους μαστιγωτές και αυτό-βασανιστές
σε ολόκληρη την ιστορία, απλώς
ακρωτηριάζει τον ψυχοφυσικό οργανισμό και συγκολλά αδιάσπαστα τη συνειδητότητα
με το σώμα. Αυτό, ένα από τα πιο τρομερά αποτελέσματα του πρόωρου
πειραματισμού, αποτελεί αρκετή προειδοποίηση ότι όσα έχουμε πει δεν αναφέρονται
στον συνηθισμένο άνθρωπο. Η εκούσια
κατεύθυνση του πόνου αποκτά πρακτική χρησιμότητα μόνο σε σχέση με την εργασία
μιας σχολής για την αναγέννηση. Αλλά ακόμα και σ’αυτήν, μόνο σε μια πολύ
καθορισμένη στιγμή.»
·Στο
δωδέκατο κεφάλαιο (η μεταμόρφωση στον κόσμο των ηλεκτρονίων)ο συγγραφέας μας
αναφέρει περιληπτικά τα εξής:
Αρχικά
κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης αθανασίας.
Η αθανασία την
οποία πραγματεύεται δεν είναι μια αθανασία του τωρινού μας σώματος ή της τωρινής
μας συνειδητότητας, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελεί εγκλωβισμό. Κάτι τέτοιο θα μας αφαιρούσε κάθε
δυνατότητα για αλλαγή και εξέλιξη.
Ως παράδειγμα
φέρνει τους βράχους, γιατί το ορυκτό βασίλειο είναι μια μορφή μη συνειδητής
αθανασίας. Ένας βράχος, λοιπόν, διαρκεί δέκα χιλιάδες χρόνια σε μια μορφή,
επομένως είναι αθάνατος σε σύγκριση με τον άνθρωπο. Παρόλα αυτά δεν είναι
συνειδητά αθάνατος. Η μονιμότητα της κόλασης είναι μια παρόμοια αθανασία, βάση
των όσων ανέλυσε σε προηγούμενα κεφάλαια σχετικά με το πάγωμα και την απολίθωση
της μορφής.
Κατανοούμε
επομένως, ότι η συνειδητή αθανασία
σχετίζεται με τη μετάβαση από μια χαμηλότερη μορφή σε μια υψηλότερη.
Όπως αναφέρει:
«Για να γίνει
κανείς συνειδητά αθάνατος σε έναν κόσμο – δηλ. για να αποκτήσει τη δύναμη να
αλλάξει το όχημά του, σ’αυτό τον κόσμο, με τη θέλησή του – είναι ανάγκη όχι μόνο να έχει αλλά και να ελέγχει ένα σώμα που ανήκει
στον πιο επάνω κόσμο, ένα σώμα από την αμέσως πιο λεπτή κατάσταση της ύλης.»
Έτσι λοιπόν, μας αναλύει
το θέμα της δημιουργίας ενός ανώτερου
σώματος, δηλαδή μιας ψυχής και του πλήρους ελέγχου όλων των δυνάμεών της.
Το αμέσως επόμενο επίπεδο είναι το να γίνει «πλάστης ανθρώπινων ψυχών» όπως το ονομάζει. Αυτό βέβαια προϋποθέτει
πως θα είναι πλέον μέσα στο πνεύμα, θα έχει δηλαδή περάσει από τον μοριακό
κόσμο στον ηλεκτρονιακό (θα έχει φτιάξει ένα πνευματικό σώμα).
Δεν θα αναφέρω
περισσότερα πάνω σε αυτό το θέμα, διότι αφορά διεργασίες που, κατά τον Κόλλιν,
γίνονται μόνο μέσα στο πλαίσιο μια σχολής και πάντα με καθοδήγηση και βοήθεια.
Κάπου εδώ,
επομένως, κλείνω την περίληψή μου σε αυτό το πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο….