Ορφικός ύμνος προς την Αφροδίτη
Ώ ουράνια Αφροδίτη, περίφημη,
πού σκορπίζεις μειδιάματα, γεννημένη στη θάλασσα,
θεά μητέρα, πού αγαπάς τις ολονύκτιες διασκεδάσεις, σεβαστή, νυκτερινή,
πού συζευγνύεις (ενώνεις) τους ανθρώπους εις γάμον,
πού πλέκεις δόλους (δόλια σχέδια),
ώ μητέρα της ανάγκης·
διότι τα πάντα προέρχονται από σένα,
πού μπλέχτηκες με τον κόσμον και κυριαρχείς σε τρία μερίδια καί γεννάς τα πάντα,
όσα ευρίσκονται εις τον ουρανόν καί όσα στην εύφορη γη
καί όσα στον βυθό της θαλάσοης,
σεβαστή συμπαρακαθημένη του Βάκχου, πού τέρπεσαι στα συμπόσια
καί παρασκευάζεις τους γάμους,
ώ μητέρα των ερώτων
πού χαίρεσαι στα κρεββάτια με την πειθώ καί ενεργείς στα κρυφά,
βασίλισσα πού δίδεις χαρά, πού φαίνεσαι, αλλά καί δεν φαίνεσαι,
πού έχεις με άξιέραστες πλεξήδες τυλιγμένα τα μαλλιά σου
καί κατάγεσαι από καλόν πατέρα, προστάτρια των νυμφών,
σύνδειπνε σκη-πτροφόρε των θεών λύκαινα
συ πού δίδεις απογόνους, φίλη των ανδρών, περιπόθητη πού παρέχεις την ζωήν
συ πού έμπλεξες τους ανθρώπους καί το μεγάλο πλήθος των ζώων
με αχαλίνωτες ανάγκες από ερωτομανή φίλτρα,
έλα ώ θεϊκέ γόνε πού εγεννήθης στην Κύπρο, ώ θεά βασίλισσα,
έλα χαρούμενη με ωραίον πρόσωπον, είτε εύρίσκεσαι στον Όλυμπον
είτε υπηρετείς εις τον ναόν της Συρίας, πού παράγει πολύ λιβάνι,
είτε συ εις τάς πεδιάδας με άρματα κατασκευασμένα από χρυσό
κατέχεις τα γόνιμα λουτρά της ιεράς Αιγύπτου,
ή καί επάνω σε κυανά οχήματα διερχόμενη το θαλάσσιον κύμα
χαίρεσαι με τους κυκλικούς χορούς των υδροβίων ζώων
ή τέρπεσαι με τίς μαυρομμάτες νύμφες είς την Δίαν,
πηδώσα μανιακά με ελαφρά πηδήματα στις αμμώδεις ακρογιαλιές
είτε ω βασίλισσα, ευρίσκεσαι είς την Κύπρον, την τροφόν σου
όπου ωραίες παρθένες άγαμες καί νύμφες σε υμνούν καθ’ όλον τον χρόνον,
υμνούν εσέ ώ μακαρία, καί τον αθάνατον αγνόν Αδωνιν
έλα μακαρία θεά καί να έχεις πολύ ευχάριστον διάθεσιν
διότι εσένα προσκαλώ με άγια λόγια σεμνής ψυχής.
Ομηρικός Ύμνος στην Θεά Αφροδίτη
Τήν σεβασμία και χρυσοστέφανον καί ὡραία θά ὑμνήσω Αφροδίτην ,
εἰς τἡν ὁποίαν ἒλαχε πᾶσα η θαλάσση περρίρυτος Κύπρος ,
ἒνθα ἢνεγκεν αὐτή ἐγερθέν ὑγρόν πνεῦμα ζεφύρου
ἐπί τοῦ ἁπαλοῦ ἀφροῦ πολυτάραχου θαλάσσης.
Ταύτην ὑπεδέχθησαν φιλοφρόνως χρυσοστέφανοι Ὧραι
καί τήν ἐνέδυσαν οῦράνια ἐνδύματα ˙
ἒθηκαν δ'ἐπί τῆς ἀθανάτου μέν κεφαλῆς καλλιτεχνικόν στέφανον , ὡραίον , χρυσοῦν ,
ἐν δέ τοἰς διατρήτοις λοβοίς ἐνώτια ἐξ ὀρειχάλκου καί πολυτίμου χρυσού˙
τόν δέ ἁπαλόν λαιμόν καί τά ἀργυρόχροα στήθη περιεκόσμησαν διά χρυσῶν ὃρμων ,
ἐξ ἐκείνων , δι 'ὧν αὐταί αἱ χρυσοστέφανοι Ὧραι εκοσμοῦντο,
ὁπόταν μετέβαινον εἰς τόν θελκτικόν χορόν τῶν θεῶν καί τ'ἀνάκτορα του Πατρός
Ἀφ'οὗ δέ συνεπλήρωσαν ἃπαντα τόν τοῦ σώματος στολισμόν,
τήν ὡδήγησαν πρός τούς ἀθανάτους˙
οὗτοι δ'ἰδόντες αὐτήν τήν ὑπεδέχοντο φιλοφρόνως καί ἐδεξιοῦντο˙
καί ἒκαστος θαυμάζων τήν μορφήν τῆς ἰοστεφάνου Κυθερείας
ἐπεθυμεί νά ὁδηγήση αὐτήν εἰς τόν οἶκόν του ὡς νόμιμον σύζυγόν του .
Χαῖρε καμπυλοβλέφαρε , γλυκομείλιχε˙
δός δέ να νικήσω ἐν τῷ παρόντι ἀγῶνι καί προετοίμασον τό ᾆσμά μου˙
ἐγώ δέ πρός σέ καί ἄλλην θά ἐτοιμάσω ῷδήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου